Το θέμα των φυσικών συστατικών έχει προσελκύσει έντονα το ενδιαφέρον τόσο των εταιρειών όσο και των καταναλωτών. Πολλά brands έχουν αρχίσει να αντικαθιστούν τα σύνθετα χημικά συστατικά των καλλυντικών τους με φυσικά, καθώς το κοινό υιοθετεί μια <<πράσινη>> νοοτροπία. Η πλειονότητα των καταναλωτών αποφεύγει να χρησιμοποιεί προϊόντα που περιέχουν parabens, αλκοόλ και σύνθετες χημικές ουσίες, αφού καταλαβαίνουν ότι βλάπτουν τόσο αυτούς όσο και το περιβάλλον.
Πριν μιλήσουμε για φυσικά συστατικά, πρέπει να γνωρίζουμε ότι φυσικά καλλυντικά και φυτικά καλλυντικά δεν είναι το ίδιο. Τα φυτικά καλλυντικά προέρχονται από φυτά και βότανα, τα οποία μπορεί να είναι βεβαρυμένα με φυτοφάρμακα και άλλες βλαβερές ουσίες που εισχωρούν στον οργανισμό και το δέρμα, ενώ τα φυσικά καλλυντικά προέρχονται γενικότερα από τη φύση.
Δεν είναι μυστικό ότι τα φυσικά συστατικά και κατ επέκταση καλλυντικά είναι earth-friendly. Τα βιομηχανικά κατασκευασμένα προϊόντα ομορφιάς επηρεάζουν αρνητικά το περιβάλλον, αφού η δημιουργία αυτών και των συστατικών τους εκπέμπει μεγάλα ποσοστά ρύπανσης στο νερό και τον αέρα. Αυτό δεν ακυρώνει βέβαια τη ρύπανση που προκαλούν τα φυσικά καλλυντικά, αλλά τουλάχιστον αυτή βρίσκεται σε πιο ήπιο βαθμό.
Εξίσου σημαντικό είναι να γνωρίζουν οι καταναλωτές ότι τα φυσικά προϊόντα έχουν πιο gentle συμπεριφορά στο δέρμα μακροπρόθεσμα. Ακριβώς επειδή δεν περιέχουν επιβλαβή συστατικά, όπως συντηρητικά, χρωστικές και άλλα, λειτουργούν πιο αποτελεσματικά στο βάθος του χρόνου. Ένα μη φυσικό προϊόν μπορεί να δείξει ότι ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες σου εξαρχής, όμως στη συνέχεια είναι πολύ πιθανό τα χημικά αυτά συστατικά που έκαναν το δέρμα σου πιο καθαρό ή τα μαλλιά σου πιο μεταξένια, να προκαλέσουν βλάβη λόγω της αλλοίωσης.Μια κρέμα ή ένα σαπούνι για την ακμή μπορεί στην αρχή να σου εξαφάνιζε τα σπυράκια, όμως στη συνέχεια να σου προξενούσε ξηροδερμία. Αντιθέτως, οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο στα φυσικά καλλυντικά είναι διαμετρικά μικρότερες έως μηδαμινές.
Ένας ακόμη σημαντικός λόγος που πρέπει να φροντίζουμε να χρησιμοποιούμε φυσικά συστατικά είναι ότι υπάρχει λιγότερος κίνδυνος για ερεθισμούς. Τα χημικά, οι χρωστικές και οι προσθήκες των μη φυσικών προϊόντων μπορούν να προκαλέσουν ερυθρότητα, ερεθισμούς και breakouts. Πολλοί άνθρωποι είναι αλλεργικοί επίσης σε σύνθετα συστατικά όπως το γλυκολικό οξύ και δεν το γνωρίζουν, με αποτέλεσμα να έχουν παρενέργειες, μερικές φορές επικίνδυνες, τα προϊόντα αυτά στο δέρμα τους. Από την άλλη, έχει αποδειχθεί ότι τα φυσικά συστατικά φέρουν ελάχιστες πιθανότητες ερεθισμού συγκριτικά με τα χημικά.
Οι θρεπτικές ιδιότητες τους αποτελούν έναν παραπάνω λόγο που πρέπει να τα προτιμάμε, δεδομένου ότι συστατικά όπως η βιταμίνη Ε, το χαμομήλι και το λάδι καρύδας λειτουργούν ως boosters του δέρματος. Έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικά που βοηθούν στην καθυστέρηση εμφάνισης σημαδιών γήρανσης και στην διατήρηση της καλής και υγιούς όψης της επιδερμίδας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα χημικά καλλυντικά συνήθως εμποδίζουν το δέρμα από το να αναπνεύσει και φράζουν τους πόρους. Όταν φράζονται οι πόροι, γίνεται συσσώρευση βακτηρίων και προκαλούνται μολύνσεις που δημιουργούν σπυράκια. Δεν είναι λίγες οι φορές που χρησιμοποιήσαμε ένα προϊόν και μπορούσαμε κυριολεκτικά να νιώσουμε το δέρμα μας να ασφυκτιά από κάτω και να έχει βαρύνει, ενώ τα φυσικά καλλυντικά έχουν συνήθως πιο ελαφριά σύνθεση και δεν <<μπουκώνουν>> το δέρμα.
Μια ακόμη διαφορά των χημικών και των φυσικών καλλυντικών είναι η μυρωδιά. Τα χημικά καλλυντικά έχουν συνήθως έντονη μυρωδιά για να καλύψουν τις οσμές των συστατικών, όπως του αλκοόλ που είναι πολύ χαρακτηριστική. Άτομα που ταλαιπωρούνται από άσθμα, ιγμορίτιδα, ημικρανίες και αναπνευστικά προβλήματα ενοχλούνται από τις έντονες μυρωδιές. Από την άλλη, τα φυσικά καλλυντικά έχουν πιο ήπιες μυρωδιές που συχνά περιέχουν αιθέρια έλαια, τα οποία χρησιμοποιούνται και στην αρωματοθεραπεία. Έτσι, η μυρωδιά τους όχι μόνο δεν είναι ερεθιστική, αλλά αντιθέτως συμβάλει στη χαλάρωση και την ηρεμία του ατόμου.
Σε κάθε περίπτωση όμως, πριν προμηθευτούμε ένα φυσικό καλλυντικό πρέπει να ελέγχουμε τις πιστοποιήσεις του και τη γνησιότητα του, καθώς και να τηρούμε τις οδηγίες χρήσης.
Φαίνεται λοιπόν ότι στη μάχη φυσικά – χημικά καλλυντικά τα φυσικά έχουν το προβάδισμα και δικαίως τους δείχνουν προσοχή οι καταναλωτές αλλά και οι εταιρείες αφού χαράζουν το δρόμο για την προστασία τόσο του ανθρώπου όσο και του περιβάλλοντος.