Στο χέρι της έπαιζε νευρικά το στυλό.
Αχ, πόσο της έλειπε τώρα ένα τσιγάρο.
Ημέρα καραντίνας εικοστή κι όμως μοιάζει αιώνας.
Σηκώνεται λίγο να τραβήξει την κουρτίνα, έχει ήλιο έξω. Τι εποχή είναι; Άνοιξη; Έχει χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Πηγαίνει στην κουζίνα και γεμίζει πάλι την κούπα με καφέ – πόσο ειρωνικό, δώρο από τον κολλητό, CARPE DIEM. Ποια diem να αδράξει ρε Τάσο τώρα, πλάκα μου κάνεις; (Σκέφτεται μεγαλόφωνα. Να σπάσει η μοναξιά. Καλές οι βιντεοκλήσεις, αλλά σα μια αγκαλιά τίποτα.)
Παίρνει τον καφέ και κατευθύνεται στο μπαλκόνι. Φυσάει ένα απαλό αεράκι. Ένα ζευγάρι κότσυφες έχουν φτιάξει φωλιά στο δέντρο μπροστά και ακούγονται σιγανά κελαηδίσματα – άραγε να είναι τα μικρά τους; (Άνοιξη είναι σίγουρα, ο μακαρίτης ο πατέρας της το έλεγε πάντα, οι κότσυφες τραγουδούν την άνοιξη.)
Στέκεται και παρατηρεί.
Ένας ηλικιωμένος βγάζει βόλτα τον σκύλο του. Μετά πάλι ερημιά. Μόνο η φύση αντηχεί στην πόλη που κοιμάται- πουλιά, γάτες, τα φύλλα που θροΐζουν. Βγάζει το κινητό από την τσέπη. 2 αναπάντητες κλήσεις και μηνύματα. Η μάνα της και η άλλη κολλητή. Τι να τους εξηγεί, ότι νιώθει παγωμένη αυτή την επικοινωνία;
Ότι λαχταρά να τις δει, να μυρίσει ξανά το άρωμα πούδρα της Σταυρούλας, να τις αγκαλιάσει σφιχτά. (Πόσο περίεργη η ανθρώπινη φύση ε; Όταν μπορείς, όλα τα αναβάλλεις. Είσαι κουρασμένη, κακοδιάθετη, αγχωμένη και και και και… μέχρι που ένα πρωί ξυπνάς εσώκλειστος. Με τον φόβο της αρρώστιας και του θανάτου να πλανιέται στον αέρα. Και τότε θες να τα κάνεις και να τα γευτείς όλα. Αλλά δε μπορείς. Ζωή σε αναμονή.)
Σε λίγο θα πρέπει πάλι να συνδεθεί με την εταιρεία – να κάτι που συνεχίζει σταθερά να κινείται. Και πάλι καλά, την κρατάει βαρίδι στην πραγματικότητα. Ίσως θα πρέπει να κατέβει και αυτή για λίγο περπάτημα. Χρειάζεται άσκηση, έχει σκουριάσει. Ακούγεται ότι θα ληφθούν ακόμα πιο αυστηρά μέτρα, μην αφήσει και αυτή την ευκαιρία να χαθεί.
Ένα τσιγάρο ρε γαμώτο πόσο της λείπει- τόσα χρόνια άκαπνη κι όμως αυτές τις μέρες το σκέφτεται σαν τρελή.
Κι αν είναι όντως το τέλος του κόσμου, τι θα πείραζε ένα τσιγαράκι;
Κι αν είναι όντως το τέλος του κόσμου, μήπως ήρθε η ώρα να βγει από την γυάλα της;
Να στείλει το μήνυμα,
ΜΕΙΝΕ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ.
Κι όπου βγει.
Σε έναν κόσμο που νοσεί, θέλει να ουρλιάξει:
ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΖΩΝΤΑΝΗ.
ΚΑΙ ΣΕ ΓΟΥΣΤΑΡΩ.Ειδοποίηση, σε λίγο πρέπει να συνδεθεί. Κατευθύνεται στο γραφείο.
Ημέρα καραντίνας εικοστή.
Ημέρα αναγέννησης πότε;